προσυπακούω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_6)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσυπᾰκούω''': ἐννοῶ τι μὴ ῥητῶς λεγόμενον, ἐξυπακούω, νοερῶς [[ἀκούω]], ὑπονοῶ, τι Πλάτ. Νόμ. 898D· - [[συχν]]. παρὰ τοῖς γραμμ., ὡς τὸ Λατ. subaudire· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. προσυπακουστέον, δεῖ προσυπακούειν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 10, κτλ.
|lstext='''προσυπᾰκούω''': ἐννοῶ τι μὴ ῥητῶς λεγόμενον, ἐξυπακούω, νοερῶς [[ἀκούω]], ὑπονοῶ, τι Πλάτ. Νόμ. 898D· - [[συχν]]. παρὰ τοῖς γραμμ., ὡς τὸ Λατ. subaudire· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. προσυπακουστέον, δεῖ προσυπακούειν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 10, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («[[κάλλιστα]]... ὑπήκουσας τοῑς λόγοις<br />[[τόδε]] δὲ προσυπάκουσον ἔτι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανοώ]] [[κάτι]] που δεν εκφράζεται [[σαφώς]], που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται το, Σὸς [[εἰμί]]<br />σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[ανταποκρίνομαι]] σε κάποιον («[[θεός]], ᾧ τὸ καινὸν [[ᾆσμα]] μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ ποιοῡντι θαυμάσια», Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑπακούω]] «[[ακούω]] με [[προσοχή]], [[κατανοώ]] [[λέξη]] που υπονοείται, [[ανταποκρίνομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπᾰκούω Medium diacritics: προσυπακούω Low diacritics: προσυπακούω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΑΚΟΥΩ
Transliteration A: prosypakoúō Transliteration B: prosypakouō Transliteration C: prosypakoyo Beta Code: prosupakou/w

English (LSJ)

   A listen to as well, τι Pl.Lg.898d.    II Gramm., understand something not expressed, supply in thought, Gal.16.740, Alex.Aphr.in Sens. 105.13, Hierocl.in CA3p.423M.:—Pass., Phld.Po.5.10 (dub.), Ph. 1.443, Sch.Luc.Anach.17.

German (Pape)

[Seite 785] (s. ἀκούω), dazu vernehmen, verstehen, τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι, Plat. Legg. X, 898 d; in Gedanken hinzusetzen, subaudire, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπᾰκούω: ἐννοῶ τι μὴ ῥητῶς λεγόμενον, ἐξυπακούω, νοερῶς ἀκούω, ὑπονοῶ, τι Πλάτ. Νόμ. 898D· - συχν. παρὰ τοῖς γραμμ., ὡς τὸ Λατ. subaudire· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. προσυπακουστέον, δεῖ προσυπακούειν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 10, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ακούω κάτι επί πλέονκάλλιστα... ὑπήκουσας τοῑς λόγοις
τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.)
2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται το, Σὸς εἰμί
σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. ανταποκρίνομαι σε κάποιον («θεός, ᾧ τὸ καινὸν ᾆσμα μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ ποιοῡντι θαυμάσια», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ὑπακούω «ακούω με προσοχή, κατανοώ λέξη που υπονοείται, ανταποκρίνομαι»].