προχοΐδιον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(6_5) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προχοΐδιον''': Ἀττ. προχοίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[πρόχοος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 1, Στράβ. 812, κτλ.· πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. li. | |lstext='''προχοΐδιον''': Ἀττ. προχοίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[πρόχοος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 1, Στράβ. 812, κτλ.· πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. li. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και προχοίδιον και [[προκοίδιον]], το, Α<br />μικρή [[πρόχους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>πρβλ.</b> <i>οἰνοχο</i>-<i>ΐδιον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. προχοίδιον, τό, Dim. of πρόχοος, Cratin.193, Stratt.22, Str.17.1.38, etc.
German (Pape)
[Seite 800] u. att. προχοίδιον, τό; Strab.; Poll. 6, 14; B. A. 49; = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
προχοΐδιον: Ἀττ. προχοίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ πρόχοος, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 1, Στράβ. 812, κτλ.· πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. li.
Greek Monolingual
και προχοίδιον και προκοίδιον, το, Α
μικρή πρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. οἰνοχο-ΐδιον)].