πρωτόθρονος: Difference between revisions
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
(6_18) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόθρονος''': -ον, ὁ κατέχων τὸν πρῶτον [[θρόνον]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 228, Κόλουθ. 153· ἑτερόκλ. πλθ. πρωτόθρονες, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 658· - οὕτω πρωτοθρόνιος, α, ον, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 10. 38, 6. | |lstext='''πρωτόθρονος''': -ον, ὁ κατέχων τὸν πρῶτον [[θρόνον]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 228, Κόλουθ. 153· ἑτερόκλ. πλθ. πρωτόθρονες, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 658· - οὕτω πρωτοθρόνιος, α, ον, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 10. 38, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόθρονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που κατέχει τον πρώτο θρόνο, που κάθεται στην πρώτη [[έδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κορυφαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρωτόθρονος]]<br />ο [[επισκοπικός]] [[θρόνος]] που προηγείται στην [[τάξη]] από όλους τους υπόλοιπους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[κάτοχος]] του πρώτου, [[κατά]] [[τάξη]], επισκοπικού θρόνου σε μια [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θρoνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>θρονος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A filling the first seat, Call.Dian. 228, Nonn.D.8.166, Coluth.153: heterocl. pl. πρωτόθρονες IG14.1389 i 35.
German (Pape)
[Seite 805] auf dem ersten Sessel; Ἥρη, Coluth. 153; Nonn. D. 8, 166; davon der heteroklitische plur. πρωτόθρονες, Marcell. inscr. Triop. 35 (App. 51); vgl. Lob. Phryn. p. 658.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόθρονος: -ον, ὁ κατέχων τὸν πρῶτον θρόνον, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 228, Κόλουθ. 153· ἑτερόκλ. πλθ. πρωτόθρονες, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 658· - οὕτω πρωτοθρόνιος, α, ον, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 10. 38, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόθρονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατέχει τον πρώτο θρόνο, που κάθεται στην πρώτη έδρα
νεοελλ.
1. μτφ. κορυφαίος
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόθρονος
ο επισκοπικός θρόνος που προηγείται στην τάξη από όλους τους υπόλοιπους
νεοελλ.-μσν.
ο κάτοχος του πρώτου, κατά τάξη, επισκοπικού θρόνου σε μια χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -θρoνος (< θρόνος), πρβλ. χρυσό-θρονος].