πτύσις: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_3) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτύσις''': [ῠ], ἡ, ([[πτύω]]) τὸ πτύειν, αἵματος Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 5, κτλ. 2) = [[πτύσμα]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 8. | |lstext='''πτύσις''': [ῠ], ἡ, ([[πτύω]]) τὸ πτύειν, αἵματος Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 5, κτλ. 2) = [[πτύσμα]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[πτύω]]<br />[[απόπτυση]], [[φτύσιμο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A spitting, αἵματος Hp.Aph.3.29 (pl.), Arist.Ph. 243b13, etc.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Spucken, Anspucken, Hippocr. u. a. Sp.; auch der Speichel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πτύσις: [ῠ], ἡ, (πτύω) τὸ πτύειν, αἵματος Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 5, κτλ. 2) = πτύσμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 8.