πυλίς: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite porte, guichet, poterne.<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br />petite porte, guichet, poterne.<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> μικρή [[πύλη]] («τὴν [[κατά]] Καναστραῑον πυλίδα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πυλίδες</i><br />[[είδος]] ασθένειας του πρωκτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of πύλη,
A little gate, postern, Hdt.1.180, 186, Th. 4.110, SIG813B6 (Delph., i A.D.), etc.; ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ π. D.47.26; π. χάρακος Onos.10.20; τὸν . . τοῖχον σὺν τῇ π. CIG1948 (inc. loc.). II pl., a disease of the anus, prob. multiple fistula, Gal. 15.329.
German (Pape)
[Seite 817] ίδος, ἡ, dim. von πύλη, Thürchen; Her. 1, 180; Plat. Lys. 203 a; Is. 6, 20; Pol. 8, 31, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πύλη, μικρὰ πύλη, θυρίδιον, Ἡρόδ. 1. 180. 186, Θουκ. 4. 110, κτλ.˙ ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ πυλίδι Δημ. 1146 ἐν τελ.˙ ὁ τοῖχος σὺν τῇ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1948.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite porte, guichet, poterne.
Étymologie: πύλη.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή πύλη («τὴν κατά Καναστραῑον πυλίδα», Θουκ.)
2. στον πληθ. αἱ πυλίδες
είδος ασθένειας του πρωκτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα -ίς, -ίδος].