πυρράκης: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(6_3) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρράκης''': [ᾰ], -ου, ὁ, [[κόκκινος]], κοκκινωπός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙϚ΄, 12), [[ὡσαύτως]] πυρράκων, «[[πυρράκης]], [[ξανθός]], καὶ πυρράκων ὁμοίως» Σουΐδ. | |lstext='''πυρράκης''': [ᾰ], -ου, ὁ, [[κόκκινος]], κοκκινωπός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙϚ΄, 12), [[ὡσαύτως]] πυρράκων, «[[πυρράκης]], [[ξανθός]], καὶ πυρράκων ὁμοίως» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πυρράκης]], ξανθὸς καὶ [[πυρράκων]] ὁμοίως»<br /><b>2.</b> [[κοκκινωπός]], [[ροδαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άκης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μανδ</i>-<i>άκης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A red. ruddy, LXX 1 Ki.16.12, al., PPetr.3p.1 (iii B.C.), PCair.Zen.76.11 (iii B.C.): acc. sg. written πυρράκη ib.374.5; also πυρράκων, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πυρράκης: [ᾰ], -ου, ὁ, κόκκινος, κοκκινωπός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙϚ΄, 12), ὡσαύτως πυρράκων, «πυρράκης, ξανθός, καὶ πυρράκων ὁμοίως» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρράκης, ξανθὸς καὶ πυρράκων ὁμοίως»
2. κοκκινωπός, ροδαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα -άκης (πρβλ. μανδ-άκης)].