πωγωνιάτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πωγωνιάτης''': [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = [[πωγωνίτης]], Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.
|lstext='''πωγωνιάτης''': [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = [[πωγωνίτης]], Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που έχει γένια, [[γενειοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λειμων</i>-<i>ιάτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωγωνιάτης Medium diacritics: πωγωνιάτης Low diacritics: πωγωνιάτης Capitals: ΠΩΓΩΝΙΑΤΗΣ
Transliteration A: pōgōniátēs Transliteration B: pōgōniatēs Transliteration C: pogoniatis Beta Code: pwgwnia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,= πωγωνίτης, epith. of Zeus, in Ion. form πωγων-ιήτης, EM698.8, Suid.

German (Pape)

[Seite 826] ὁ, ion. πωγωνιήτης, bärtig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πωγωνιάτης: [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = πωγωνίτης, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α
(ως προσωνυμία του Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ιάτης (πρβλ. λειμων-ιάτης)].