πωγωνοφόρος: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte la barbe, barbu.<br />'''Étymologie:''' [[πώγων]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte la barbe, barbu.<br />'''Étymologie:''' [[πώγων]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πωγωνοφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνίας]], [[γενειοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πωγωνοφόρα</i><br /><b>ζωολ.</b> μικρό [[φύλο]] θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 [[περίπου]] περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο [[άκρο]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]], -<i>ωνος</i> «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pogonophora</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wearing a beard, Scyl.112, Xenocr. ap. Orib.2.58.42, Luc.Epigr.46.
German (Pape)
[Seite 826] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. πωγωνοτρόφος.
Greek (Liddell-Scott)
πωγωνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, τρέφων γένειον, Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ πελάγιος τῆς πετραίας, διάπυρος οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ πωγωνοφόρος δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, ἔνθα (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «πωγωνοφόρος οὕτως καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ μᾶλλον βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ δέον ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης ὄνομα, «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la barbe, barbu.
Étymologie: πώγων, φέρω.
Greek Monolingual
-α, -ο / πωγωνοφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα
ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο άκρο του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, -ωνος «πιγούνι, γένι» + -φόρος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonophora].