ῥακτός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥακτός''': -ή, -όν, ([[ῥάσσω]]) [[τραχύς]], ῥακτῶν βουστάθμων, «τραχειῶν βουστάσεων» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ῥακτοί· φάραγγες πέτραι, χαράδραι» Ἡσύχ.. | |lstext='''ῥακτός''': -ή, -όν, ([[ῥάσσω]]) [[τραχύς]], ῥακτῶν βουστάθμων, «τραχειῶν βουστάσεων» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ῥακτοί· φάραγγες πέτραι, χαράδραι» Ἡσύχ.. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κρημνώδης]], [[δύσβατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ ῥακτοί</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥαγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> αορ. <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A broken, rugged, βούσταθμα Lyc. 92. II Subst. -τός, ὁ, ravine, Hsch.
German (Pape)
[Seite 833] abgerissen, abschüssig, jäh, schroff, ῥακτῶν βουστάθμων, Lycophr. 92, erkl. der Schol. τραχέων.
Greek (Liddell-Scott)
ῥακτός: -ή, -όν, (ῥάσσω) τραχύς, ῥακτῶν βουστάθμων, «τραχειῶν βουστάσεων» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ῥακτοί· φάραγγες πέτραι, χαράδραι» Ἡσύχ..
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί
(κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. αορ. ἐ-ρράγ-ην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].