πυρίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
(6_17)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρίτοκος''': -ον, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἰω. Λυδ. περὶ μηνῶν 4. 95.
|lstext='''πῠρίτοκος''': -ον, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἰω. Λυδ. περὶ μηνῶν 4. 95.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε [[μέσα]] στη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>τοκος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική [[σημασία]]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίτοκος Medium diacritics: πυρίτοκος Low diacritics: πυρίτοκος Capitals: ΠΥΡΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: pyrítokos Transliteration B: pyritokos Transliteration C: pyritokos Beta Code: puri/tokos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A gendered in fire, of Dionysus, Lyd.Mens.4.160.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίτοκος: -ον, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἰω. Λυδ. περὶ μηνῶν 4. 95.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θαλασσό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].