ῤάρος: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(6_14) |
(36) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῤάρος''': ὁ, [[λέξις]] εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ [[βρέφος]] ἐν Α. Β. 693· ὡς = [[ἀμβλωθρίδιον]] [[βρέφος]] ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. [[ῥωρός]]), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’[[Ρᾶρος]], Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.]. | |lstext='''ῤάρος''': ὁ, [[λέξις]] εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ [[βρέφος]] ἐν Α. Β. 693· ὡς = [[ἀμβλωθρίδιον]] [[βρέφος]] ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. [[ῥωρός]]), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’[[Ρᾶρος]], Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]]<br /><b>3.</b> το [[βρέφος]] που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>4.</b> ο [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει [[ψιλή]] ως [[αιολικός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in EM 702.37, Suid.; as Aeol. for ἔμβρυον in Sch.D.T.p.143 H.; as
A = ἀμβλωθρίδιον βρέφος in Lex. de Spir.p.215 Valck.; as = ἰσχυρός (cf. ῥωρός), Hsch., Phot., Suid. [The breathing is smooth, as in Ρᾶρος, Sch.D.T. and Lex. de Spir. ll. cc.]
Greek (Liddell-Scott)
ῤάρος: ὁ, λέξις εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ βρέφος ἐν Α. Β. 693· ὡς = ἀμβλωθρίδιον βρέφος ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. ῥωρός), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’Ρᾶρος, Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.].
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. η γαστήρ, η κοιλιά
2. το έμβρυο
3. το βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα
4. ο ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει ψιλή ως αιολικός].