ῥιγηλός: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui fait frissonner, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]]. | |btext=ός, όν :<br />qui fait frissonner, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥιγηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που ριγεί, που τρέμει από το [[κρύο]], ο [[τρεμουλιάρης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[ρίγος]], [[φρίκη]] («ῥιγηλὸν [[ὄνειδος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥιγηλῶς</i> Α<br />με [[ρίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφριγ</i>-<i>ηλός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A making to shudder, terrible, ὀϊστοί Hes.Sc.131; ὑλαγμός Nic.Al.220; ὄνειδος AP7.351 (Diosc.); ἀγών Nonn.D.37.149; ῥ. ναύταις ἐρίφων δύσις AP7.640 (Antip.). 2 of persons, susceptible to cold, Anon. ap. Suid. Adv. -λῶς Poll.5.111.
German (Pape)
[Seite 842] frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; ὑλαγμός, Nic. Al. 220; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγηλός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ῥῖγος, φρίκην, ὀϊστοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131 οὕτως ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 220, κτλ.˙ ἐπὶ προσώπων, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 111.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait frissonner, terrible.
Étymologie: ῥῖγος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥιγηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης
μσν.-αρχ.
αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ῥιγηλῶς Α
με ρίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγ-ηλός)].