ῥινόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[σιμός]].
|btext=ος, ον :<br />au nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[σιμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]], πλακουτσωμύτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] <span style="color: red;">+</span> [[σιμός]] «αυτός που έχει πλακουτσωτή [[μύτη]]»].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνόσῑμος Medium diacritics: ῥινόσιμος Low diacritics: ρινόσιμος Capitals: ΡΙΝΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: rhinósimos Transliteration B: rhinosimos Transliteration C: rinosimos Beta Code: r(ino/simos

English (LSJ)

ον, (ῥίς)

   A snub-nosed, Luc.Bacch.2.

German (Pape)

[Seite 844] stumpfnasig, Luc. Bacch. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόσῑμος: -ον, (ῥὶς) ὁ σιμὸς τὴν ῥῖνα, Λουκ. Διόνυσος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au nez camus.
Étymologie: ῥίς, σιμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη, πλακουτσωμύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + σιμός «αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη»].