ῥυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]].
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη [[κόνις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρτικός]] («ῥυπτικὸν [[φάρμακον]]» — το καθάρσιο, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο ρηματ. επίθ. <i>ῥυπτός</i> του [[ῥύπτω]], που απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρ</i>-<i>ρυπτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυπτικός Medium diacritics: ῥυπτικός Low diacritics: ρυπτικός Capitals: ΡΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rhyptikós Transliteration B: rhyptikos Transliteration C: ryptikos Beta Code: r(uptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for cleansing from dirt, ῥυπτικωτάτη κόνις Plu.2.697a; -κὴ δύναμις detergent, Gal.10.565: c. gen., ῥ. τοῦ φάρυγγος cleansing or clearing the throat, Arist.Pr.903b29, cf. Pl.Ti.65d, Thphr.CP6.1.3: but c. gen. objecti, ῥ. ξηρότητος fit for cleaning it off, Arist.Sens.443a1.    2 purgative, Id.Pr.873b1.

German (Pape)

[Seite 852] den Schmutz wegnehmend, reinigend, waschend, Plat. Tim. 65 d u. Sp., wie Plut.; τινός, Arist. probl. 11, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυπτικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος πρὸς κάθαρσιν ἀπὸ ῥύπου, ἀπὸ ἀκαθαρσίας, ῥυπτικωτάτη κόνις Πλούτ. 2. 697Α· μετὰ γεν., ῥ. τοῦ φάρυγγος, ὁ καθαρίζων τὸν φάρυγγα, Ἀριστ. Προβλ. 11. 39, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 65D· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ῥ. ξηρότητος, ἁρμόδιος ὅπως ἀποκαθάρῃ αὐτήν, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 1. 2) καθαρτικός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 17, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à nettoyer, à laver;
Sp. ῥυπτικώτατος.
Étymologie: ῥύπτω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥυπτικός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.)
αρχ.
καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» — το καθάρσιο, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρηματ. επίθ. ῥυπτός του ῥύπτω, που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ἄρ-ρυπτος)].