σάκχαρ: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_5) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάκχᾰρ''': -αρος, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] σάκχᾰρι Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλάσσ. σ. 9· σάκχαρις, ἡ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 41· καὶ σάκχᾰρον, τό, ὁ αὐτ. 2. 104· ― «ζάχαρις» λαμβανομένη ἐξ Ἰνδικοῦ τινος καλάμου ἢ φοίνικος, Λατ. saccharum. (Λέξις τῶν ἀνατολικῶν γλωσσῶν, Σανσκρ. ←arkara, παρὰ τοῖς Μαλαισίοις iagara). | |lstext='''σάκχᾰρ''': -αρος, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] σάκχᾰρι Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλάσσ. σ. 9· σάκχαρις, ἡ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 41· καὶ σάκχᾰρον, τό, ὁ αὐτ. 2. 104· ― «ζάχαρις» λαμβανομένη ἐξ Ἰνδικοῦ τινος καλάμου ἢ φοίνικος, Λατ. saccharum. (Λέξις τῶν ἀνατολικῶν γλωσσῶν, Σανσκρ. ←arkara, παρὰ τοῖς Μαλαισίοις iagara). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αρος, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σάκχαρο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
αρος, τό, Gal.12.71: also σάκχᾰρι, Peripl.M.Rubr.14, Orib. inc.12.6; σάκχᾰρις, ἡ, Dsc.Eup.1.40; and σάκχᾰρον, τό, Id.2.82, 107, 112:—
A sugar, Saccharum officinarum, ll.cc. (Eastern word, cf. Skt. śarkarā, Malay jagara.)
German (Pape)
[Seite 859] (Fremdwort), τό, auch σάκχαρι und σάκχαρον, τό, Zucker, lat. saccharum; bei Diosc. als Medicament; nicht der unsrige, sondern der aus den Gelenken des Bambusrohres, bambuca arundinacea ausschwitzende Saft, bei den Arabern Tabaschir. Andere finden den Ursprung des Wortes in Iagara, dem malayischen Namen des Lontarzuckers, der aus dem Palmwein von borassus flabellifer gekocht wird.
Greek (Liddell-Scott)
σάκχᾰρ: -αρος, Γαλην.· ὡσαύτως σάκχᾰρι Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλάσσ. σ. 9· σάκχαρις, ἡ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 41· καὶ σάκχᾰρον, τό, ὁ αὐτ. 2. 104· ― «ζάχαρις» λαμβανομένη ἐξ Ἰνδικοῦ τινος καλάμου ἢ φοίνικος, Λατ. saccharum. (Λέξις τῶν ἀνατολικῶν γλωσσῶν, Σανσκρ. ←arkara, παρὰ τοῖς Μαλαισίοις iagara).
Greek Monolingual
-αρος, τὸ, Α
βλ. σάκχαρο.