σαπρίας: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_2)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαπρίας''': [[οἶνος]], ὁ, [[παλαιός]], κατειργασμένος [[οἶνος]] (ἴδε σαπρὸς ΙΙ. 3) Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 6.
|lstext='''σαπρίας''': [[οἶνος]], ὁ, [[παλαιός]], κατειργασμένος [[οἶνος]] (ἴδε σαπρὸς ΙΙ. 3) Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 6.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[οἶνος]]) παλαιό και ευώδες [[γλυκό]] [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαπρός]] (για [[κρασί]]) «παλιό, γινωμένο, με γλυκιά [[γεύση]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κων</i>-<i>ίας</i>, <i>ομφακ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαπρίας Medium diacritics: σαπρίας Low diacritics: σαπρίας Capitals: ΣΑΠΡΙΑΣ
Transliteration A: saprías Transliteration B: saprias Transliteration C: saprias Beta Code: sapri/as

English (LSJ)

οἶνος, ὁ,

   A old, mellow wine (v. σαπρός 11.3), Hermipp.82.6.

German (Pape)

[Seite 862] οἶνος, ὁ, alter duftender Wein, Hermipp. bei Ath. I, 29 d. S. σαπρός.

Greek (Liddell-Scott)

σαπρίας: οἶνος, ὁ, παλαιός, κατειργασμένος οἶνος (ἴδε σαπρὸς ΙΙ. 3) Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 6.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. οἶνος) παλαιό και ευώδες γλυκό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός (για κρασί) «παλιό, γινωμένο, με γλυκιά γεύση» + επίθημα -ίας (πρβλ. κων-ίας, ομφακ-ίας)].