σάρος: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. [[σαίρω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. [[σαίρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και σαρός και [[σαιρός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρον.</b> [[περίοδος]] 18 ετών και 11, 3 [[περίπου]] ημερών, [[κατά]] το [[τέλος]] της οποίας η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και η [[γραμμή]] τών δεσμών της επανέρχονται στις ίδιες σχετικές [[μεταξύ]] τους θέσεις και αποστάσεις και αρχίζει να επαναλαμβάνεται ο [[κύκλος]] τών ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαλδαϊκός]] [[κύκλος]] 3.600 ετών<br /><b>2.</b> [[χαλδαϊκός]] [[κύκλος]] 222 μηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ακκαδ. <i>sh</i><i>ā</i><i>ru</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saros</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
or σαρός, ὁ, a Babylonian
A cycle of years (3600), Abyd.1, cf. Hsch. 2 Babylonian cycle of 222 months, Suid.
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν σάρον, Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας σάρον.
Greek (Liddell-Scott)
σάρος: ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς κύκλος ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. (ἔνθα ἴδε Schmidl.)· ὡσαύτως, κύκλος 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
balai.
Étymologie: R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. σαίρω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α
νεοελλ.
αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3 περίπου ημερών, κατά το τέλος της οποίας η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και η γραμμή τών δεσμών της επανέρχονται στις ίδιες σχετικές μεταξύ τους θέσεις και αποστάσεις και αρχίζει να επαναλαμβάνεται ο κύκλος τών ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων
αρχ.
1. χαλδαϊκός κύκλος 3.600 ετών
2. χαλδαϊκός κύκλος 222 μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακκαδ. shāru (πρβλ. αγγλ. saros)].