σέλασμα: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(6_21)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σέλασμα''': τό, [[λάμψις]], «ἀναλαμπή», φεγγοβόλημα, Μανέθων 4. 601· σελασμός, ὁ, [[αὐτόθι]] 36, κτλ.
|lstext='''σέλασμα''': τό, [[λάμψις]], «ἀναλαμπή», φεγγοβόλημα, Μανέθων 4. 601· σελασμός, ὁ, [[αὐτόθι]] 36, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α [[σελάω]]<br />[[λάμψη]], [[ακτινοβολία]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέλασμα Medium diacritics: σέλασμα Low diacritics: σέλασμα Capitals: ΣΕΛΑΣΜΑ
Transliteration A: sélasma Transliteration B: selasma Transliteration C: selasma Beta Code: se/lasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shining, Man.4.601:—also σελ-ασμός, ὁ, ib.36, etc.; also f.l. for σελλισμός (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

σέλασμα: τό, λάμψις, «ἀναλαμπή», φεγγοβόλημα, Μανέθων 4. 601· σελασμός, ὁ, αὐτόθι 36, κτλ.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α σελάω
λάμψη, ακτινοβολία.