σελινούσιος: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία ([[κράμβη]]) sorte de chou frisé.<br />'''Étymologie:''' [[σέλινον]]. | |btext=α, ον :<br />frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία ([[κράμβη]]) sorte de chou frisé.<br />'''Étymologie:''' [[σέλινον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα του σέλινου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σελινουσία]]<br />κράμβης [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σέλινον]]. Ο τ. [[σελινουσία]] [[μάλλον]] [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>σελινοῦσσα</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ία, -ον, Α [[Σελινοῡς]]<br /><b>φρ.</b> α) «[[σελινούσιος]] [[πυρός]]» — [[σιτάρι]] από τον Σελινούντα<br />β) «γῆ [[σελινουσία]]» — [[χώμα]] με το οποίο νοθευόταν το [[ινδικό]], το [[λουλάκι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A celery-leaved, κράμβη Eudem. ap. Ath.9.369e, Hsch.; but σελινοῦσσα is cj. II in Thphr.CP3.21.2, Σ. πυρός is prob. wheat of Selinus in Sicily; γῆ Σ. earth used in adulterating indigo, Dsc.5.155, Plin.HN 35.46, 194.
Greek (Liddell-Scott)
σελῑνούσιος: -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, κράμβη Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς εἶναι πιθανῶς σῖτος ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία εἶναι χῶμα δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης εἶδος».
French (Bailly abrégé)
α, ον :
frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία (κράμβη) sorte de chou frisé.
Étymologie: σέλινον.
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, Α
1. αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα του σέλινου
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελινουσία
κράμβης εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον. Ο τ. σελινουσία μάλλον πρέπει να διορθωθεί σε σελινοῦσσα].———————— (II)
-ία, -ον, Α Σελινοῡς
φρ. α) «σελινούσιος πυρός» — σιτάρι από τον Σελινούντα
β) «γῆ σελινουσία» — χώμα με το οποίο νοθευόταν το ινδικό, το λουλάκι.