Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδήριον: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />instrument de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
|btext=ου (τό) :<br />instrument de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]]<br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] εργαλείου ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[εργαλείο]], όργανο, [[σκεύος]] ή όπλο από σίδηρο<br /><b>3.</b> η [[μάχαιρα]] («[[σιδήριον]] εἰς κρεονομίαν», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[σίδηρος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σιδήριον]] λειθουργόν» — η [[σμίλη]] του λιθοξόου.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήριον Medium diacritics: σιδήριον Low diacritics: σιδήριον Capitals: ΣΙΔΗΡΙΟΝ
Transliteration A: sidḗrion Transliteration B: sidērion Transliteration C: sidirion Beta Code: sidh/rion

English (LSJ)

(Dor. σιδάριον Schwyzer180.5 (Crete)), τό,

   A implement or tool of iron, IG12.313.128 (v B.C.); θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς with hot irons, Hdt.7.18; ἐπαΐοντες σιδηρίων feeling iron, not being proof against it, Id.3.29; of a knife, Id.9.37, cf. Lys.1.42; σ. εἰς κρεονομίαν PCair.Zen.720.3 (iii B.C.); σ. λιθουργά, of a stonemason's tools, Th.4.4, cf. Thphr.Lap.41; σιδηρίων μισθός IG22.1656; λίθους καὶ ξύλα καὶ σ. Pl.Euthd.300b; σ. πλατέα Arist. Cael.313a17.    II iron, Daimachus 4J. (v.l. σίδηρον).

German (Pape)

[Seite 879] τό, Eisengeräth, Werkzeug, Waffe von Eisen, Valck. Her. 7, 18. 9, 37; σιδήρια λιθουργά, Thuc. 4, 4; ξύλα καὶ σιδήρια, Plat. Euthyd. 300 b; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήριον: τό, (σίδηρος) ἐργαλεῖον ἐκ σιδήρου, θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ καίοντα τεμάχια σιδήρου, Ἡρόδ. 7. 18· σιδηρίων ἐπαΐειν, αἰσθάνομαι τὸν σίδηρον, δὲν δύναμαι νὰ ἀντιστῶ κατὰ τοῦ σιδήρου, ὁ αὐτ. 3. 29· ἐπὶ μαχαίρας, ὁ αὐτ. 9. 37, πρβλ. Λυσί. 95. 35· σ. λιθουργά, ἐπὶ τῶν ἐργαλείων λιθοξόου, Θουκ. 4. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Θεοφρ. π. Λίθ. 41·- σ. πλατέα, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
instrument de fer.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α σίδηρος / σίδαρος
1. το σιδερένιο τμήμα εργαλείου ή σκεύους
2. κάθε εργαλείο, όργανο, σκεύος ή όπλο από σίδηρο
3. η μάχαιρασιδήριον εἰς κρεονομίαν», πάπ.)
4. σίδηρος
5. φρ. «σιδήριον λειθουργόν» — η σμίλη του λιθοξόου.