σιγαλός: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(SL_2)
(37)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ςῑγᾱλός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[silent]] σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)
|sltr=<b>ςῑγᾱλός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[silent]] σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)
}}
{{grml
|mltxt=και [[σιγηλός]], -ή, -ό / [[σιγαλός]] και [[σιγηλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τηρεί [[σιγή]], [[σιωπηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν λέει [[πολλά]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να προκαλεί θόρυβο, [[αθόρυβος]], [[ήσυχος]], [[σιγανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[αργό]] ρυθμό, [[βραδυκίνητος]], [[αργός]]<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[συνεσταλμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σιγαλά]] / <i>σιγηλῶς</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> σιωπηλά, με [[σιγή]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, [[ήσυχα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αργό]] ρυθμό, ήρεμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]] / <i>σιγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> / -<i>ᾱλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφριγ</i>-<i>ηλός</i>, <i>ὑψ</i>-<i>ηλός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾱλός Medium diacritics: σιγαλός Low diacritics: σιγαλός Capitals: ΣΙΓΑΛΟΣ
Transliteration A: sigalós Transliteration B: sigalos Transliteration C: sigalos Beta Code: sigalo/s

English (LSJ)

Dor. for σιγηλός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 878] dor. statt σιγηλός, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγᾱλός: Δωρ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Πινδ.

English (Slater)

ςῑγᾱλός
   1 silent σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)

Greek Monolingual

και σιγηλός, -ή, -ό / σιγαλός και σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός
2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος
3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός
νεοελλ.
1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό, βραδυκίνητος, αργός
2. δειλός, συνεσταλμένος.
επίρρ...
σιγαλά / σιγηλῶς ΝΑ
1. σιωπηλά, με σιγή
2. αθόρυβα, ήσυχα
νεοελλ.
με αργό ρυθμό, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή / σιγῶ + επίθημα -ηλός / -ᾱλός (πρβλ. σφριγ-ηλός, ὑψ-ηλός)].