σκιαγραφικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱγρᾰφικός''': -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91.
|lstext='''σκιᾱγρᾰφικός''': -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [[σκιαγράφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[σκιαγραφία]] ή γίνεται με [[σκιαγραφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκιαγραφική [[ουσία]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[ουσία]] συγκριτικά [[αδιαφανής]] στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική [[πλάκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκιαγραφικώς</i> και <i>σκιαγραφικά</i> Ν<br />με σκιαγραφικό τρόπο, με [[σκιαγραφία]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφικός Medium diacritics: σκιαγραφικός Low diacritics: σκιαγραφικός Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: skiagraphikós Transliteration B: skiagraphikos Transliteration C: skiagrafikos Beta Code: skiagrafiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A illusively painted, Procl.in Alc.p.155 C.

German (Pape)

[Seite 897] ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. τέχνη, = σκιαγραφία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγρᾰφικός: -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ σκιαγράφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία
νεοελλ.
φρ. «σκιαγραφική ουσία»
ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική πλάκα.
επίρρ...
σκιαγραφικώς και σκιαγραφικά Ν
με σκιαγραφικό τρόπο, με σκιαγραφία.