σκοτόδειπνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6_17) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοτόδειπνος''': -ον, ὁ ἐσθίων ἐν τῷ σκότει, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ζοφοδερκέας. | |lstext='''σκοτόδειπνος''': -ον, ὁ ἐσθίων ἐν τῷ σκότει, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ζοφοδερκέας. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τρώει στο [[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δείπνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]] / [[δεῖπνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δωρό</i>-<i>δειπνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A eating in the dark, Hsch. s.v. ζοφοδερκίας.
German (Pape)
[Seite 905] im Dunkeln essend, VLL., Erkl. von ζοφοδορπίας.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόδειπνος: -ον, ὁ ἐσθίων ἐν τῷ σκότει, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ζοφοδερκέας.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρώει στο σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό-δειπνος].