σκολιώδης: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ φαινόμενος [[σκολιός]], [[λοξός]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμ.
|lstext='''σκολιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ φαινόμενος [[σκολιός]], [[λοξός]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκολιός]]<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] σκολιού.
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐώδης Medium diacritics: σκολιώδης Low diacritics: σκολιώδης Capitals: ΣΚΟΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: skoliṓdēs Transliteration B: skoliōdēs Transliteration C: skoliodis Beta Code: skoliw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A crooked-looking, Apollon.Lex. s.v. παιπαλόεντος.

German (Pape)

[Seite 902] ες, von krummem Ansehen, von krummer Art, Apoll. L. H. v. παιπαλόεις.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ φαινόμενος σκολιός, λοξός, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκολιός
αυτός που δίνει την εντύπωση σκολιού.