σκόνυζα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_10) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκόνυζα''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ [[κόνυζα]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 15, Ἡσύχ. | |lstext='''σκόνυζα''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ [[κόνυζα]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 15, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[είδος]] φυτού, η [[κόνυζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[κόνυζα]] (<b>βλ. λ.</b> [[κόνυζα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, Att. for κόνυζα, Pherecr.167. σκοπαῖος,
A v. σκωπαῖος.
German (Pape)
[Seite 903] ἡ, att. statt κόνυζα, Pherecrat. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκόνυζα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κόνυζα, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 15, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
είδος φυτού, η κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κόνυζα (βλ. λ. κόνυζα)].