σμικρύνω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[μικρύνω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[μικρύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σμικρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μικρότερο, [[ελαττώνω]] ως [[προς]] τις διαστάσεις, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[μεγεθύνω]]<br /><b>2.</b> αναπαριστώ [[κάτι]] σε μικρότερο [[μέγεθος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υποβιβάζω]], [[ταπεινώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεωρώ]] [[κάτι]] ευτελές, ασήμαντο.
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑκρύνω Medium diacritics: σμικρύνω Low diacritics: σμικρύνω Capitals: ΣΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: smikrýnō Transliteration B: smikrynō Transliteration C: smikryno Beta Code: smikru/nw

English (LSJ)

   A think meanly of, τὰς προτάσεις App.Mac.9.3; cf. μικρύνω.

German (Pape)

[Seite 911] att. statt μικρύνω.

French (Bailly abrégé)

att. c. μικρύνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σμικρός
νεοελλ.
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω ως προς τις διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς το μεγεθύνω
2. αναπαριστώ κάτι σε μικρότερο μέγεθος
μσν.-αρχ.
υποβιβάζω, ταπεινώνω
αρχ.
θεωρώ κάτι ευτελές, ασήμαντο.