σομφώδης: Difference between revisions
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(6_7) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σομφώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[σπογγώδης]], πορώδης τὴν φύσιν, «αἱ χαυνότεραι τῶν αἰγιαλῶν» Ἡσύχ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 1. | |lstext='''σομφώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[σπογγώδης]], πορώδης τὴν φύσιν, «αἱ χαυνότεραι τῶν αἰγιαλῶν» Ἡσύχ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σομφός]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] του σομφού, [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A of spongy, porous nature, Thphr.HP9.14.1: Comp., Pall. in Hp.Fract.12.283 Chart.
German (Pape)
[Seite 913] ες, von schwammiger, lockerer, weicher Art, etwas schwammig, Hesych. u. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σομφώδης: -ες, (εἶδος) ὁ σπογγώδης, πορώδης τὴν φύσιν, «αἱ χαυνότεραι τῶν αἰγιαλῶν» Ἡσύχ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 1.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σομφός
αυτός που έχει την ιδιότητα του σομφού, σπογγώδης, πορώδης.