σπερματίας: Difference between revisions
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
(6_20) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπερμᾰτίας''': σικυός, ὁ, [[ἀγγούριον]] ἢ κολοκύνθιον ἀφιέμενον νὰ ὡριμάσῃ πρὸς συλλογὴν σπόρων, ἀντίθετον τῷ [[εὐνουχίας]], Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Ἡσύχ. | |lstext='''σπερμᾰτίας''': σικυός, ὁ, [[ἀγγούριον]] ἢ κολοκύνθιον ἀφιέμενον νὰ ὡριμάσῃ πρὸς συλλογὴν σπόρων, ἀντίθετον τῷ [[εὐνουχίας]], Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ<br />[[καρπός]] που αφήνεται να ωριμάσει [[πάνω]] στο [[φυτό]] για να κρατηθούν, για [[σπορά]], οι σπόροι του, αλλ. [[σπορίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρκιν</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
σικυός, ὁ, a cucumber or gourd
A left to ripen for seed, opp. εὐνουχίας, Cratin.136.
German (Pape)
[Seite 920] ὁ, σικυός, Saamengurke, dem εὐνουχίας entggstzt, Cratin. bei Ath. II, 68 c.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτίας: σικυός, ὁ, ἀγγούριον ἢ κολοκύνθιον ἀφιέμενον νὰ ὡριμάσῃ πρὸς συλλογὴν σπόρων, ἀντίθετον τῷ εὐνουχίας, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΜΑ
καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκιν-ίας)].