στεγαστρίς: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]]. | |btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας [[ἔξωθεν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[γείσο]] οικοδομήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυλη</i>-[[τρίς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194. II as Subst., prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.
Greek (Liddell-Scott)
στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].