στεμβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_22)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεμβάζω''': τῷ ἑπομ., «στεμβάζειν· λοιδορεῖν, χλευάζειν» Ἡσύχ.· ἀόρ. ἀπαρ. -άξαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 158. 37.
|lstext='''στεμβάζω''': τῷ ἑπομ., «στεμβάζειν· λοιδορεῖν, χλευάζειν» Ἡσύχ.· ἀόρ. ἀπαρ. -άξαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 158. 37.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[ὑβρίζω]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λοιδορῶ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέμβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[στένω]]: [[στενάζω]])].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεμβάζω Medium diacritics: στεμβάζω Low diacritics: στεμβάζω Capitals: ΣΤΕΜΒΑΖΩ
Transliteration A: stembázō Transliteration B: stembazō Transliteration C: stemvazo Beta Code: stemba/zw

English (LSJ)

= λοιδορῶ, Hsch.; aor. inf. -άξαι,= ὑβρίσαι, EM158.37.

German (Pape)

[Seite 934] = στέμβω (?).

Greek (Liddell-Scott)

στεμβάζω: τῷ ἑπομ., «στεμβάζειν· λοιδορεῖν, χλευάζειν» Ἡσύχ.· ἀόρ. ἀπαρ. -άξαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 158. 37.

Greek Monolingual

ΜΑ
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑβρίζω»
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῶ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμβω + κατάλ. -άζω (πρβλ. στένω: στενάζω)].