στενώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενώδης''': -ες, ([[στένος]]) κἄπως [[στενός]], ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.
|lstext='''στενώδης''': -ες, ([[στένος]]) κἄπως [[στενός]], ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[στενός]]<br />[[κάπως]] [[στενός]], [[ελαφρώς]] [[στενός]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενώδης Medium diacritics: στενώδης Low diacritics: στενώδης Capitals: ΣΤΕΝΩΔΗΣ
Transliteration A: stenṓdēs Transliteration B: stenōdēs Transliteration C: stenodis Beta Code: stenw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A somewhat narrow, αὐχήν interpol.in Peripl.M.Eux. 58.

German (Pape)

[Seite 936] ες, wie eine Enge, etwas eng, Erkl. von ἰσθμοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στενώδης: -ες, (στένος) κἄπως στενός, ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στενός
κάπως στενός, ελαφρώς στενός.