στημνίον: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_4)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στημνίον''': «ὃ [[ἡμεῖς]] κατάστημον ἢ πολύστημον» Ἡσύχ.
|lstext='''στημνίον''': «ὃ [[ἡμεῖς]] κατάστημον ἢ πολύστημον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[νήμα]], [[κλωστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. <i>στή</i>-<i>μων</i> [[είτε]] με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθήματος -μων (<b>πρβλ.</b> <i>λί</i>-<i>μνη</i>: [[λειμών]]) [[είτε]] με [[συγκοπή]] του φωνήεντος -<i>ω</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημνίον Medium diacritics: στημνίον Low diacritics: στημνίον Capitals: ΣΤΗΜΝΙΟΝ
Transliteration A: stēmníon Transliteration B: stēmnion Transliteration C: stimnion Beta Code: sthmni/on

English (LSJ)

τό,

   A yarn, IG11(2).159 A 16 (Delos, iii B.C.): pl., PMich.Zen.16.1 (iii B.C.), cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στημνίον: «ὃ ἡμεῖς κατάστημον ἢ πολύστημον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) νήμα, κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στή-μων είτε με τη μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μων (πρβλ. λί-μνη: λειμών) είτε με συγκοπή του φωνήεντος -ω-].