στηθοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(6_7) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στηθοειδής''': -ές, [[στρογγύλος]] ὡς τὸ [[στῆθος]], Ἱππ. 476. 53. | |lstext='''στηθοειδής''': -ές, [[στρογγύλος]] ὡς τὸ [[στῆθος]], Ἱππ. 476. 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[στρογγυλός]] σαν το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.
German (Pape)
[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].