στραβαλός: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_4) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στραβαλός''': «ὁ στρογγυλίας καὶ [[τετράγωνος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ., ἴδε προηγ. | |lstext='''στραβαλός''': «ὁ στρογγυλίας καὶ [[τετράγωνος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ., ἴδε προηγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[στρογγυλίας]] καὶ [[τετράγωνος]] [[ἄνθρωπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στραβ</i>- του <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὁμ</i>-<i>αλός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος (Achaean), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
στραβαλός: «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος, Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ., ἴδε προηγ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -αλός (πρβλ. ὁμ-αλός)].