στρεβλωτήριος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_4) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρεβλωτήριος''': -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λύγος]]· - στρεβλωτήριον, τό, [[βασανιστήριον]], [[στρέβλη]], Ἰωσήπ. Μακκ. 8. | |lstext='''στρεβλωτήριος''': -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λύγος]]· - στρεβλωτήριον, τό, [[βασανιστήριον]], [[στρέβλη]], Ἰωσήπ. Μακκ. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[στρεβλωτήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρεβλωτήριο</i><br />η [[στρέβλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βασανίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στρεβλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀναστομω</i>-<i>τήριος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.
German (Pape)
[Seite 953] folternd, marternd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.
Greek Monolingual
-α, -ο / στρεβλωτήριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο
η στρέβλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. ἀναστομω-τήριος)].