στρίγλος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(6_15) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρίγλος''': ὁ, μάγος, [[γόης]], καὶ στρίγλα, ἡ, [[μάγισσα]]· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[στρίγλος]]· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ [[νυκτοβόα]]. οἱ δὲ νυκτοκόρακα». | |lstext='''στρίγλος''': ὁ, μάγος, [[γόης]], καὶ στρίγλα, ἡ, [[μάγισσα]]· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[στρίγλος]]· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ [[νυκτοβόα]]. οἱ δὲ νυκτοκόρακα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[μάγος]], [[γόης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νυκτικόραξ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του αρχ. [[στρίγξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[στριξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,=
A strigosus, Gloss. 2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.
Greek (Liddell-Scott)
στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
μάγος, γόης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρχ. στρίγξ (βλ. λ. στριξ)].