στρουθίζω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_23) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρουθίζω''': λαλῶ ὡς [[στρουθός]], ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. [[καθαρίζω]] διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης [[στρουθίον]], Διοσκ. 2. 84. | |lstext='''στρουθίζω''': λαλῶ ὡς [[στρουθός]], ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. [[καθαρίζω]] διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης [[στρουθίον]], Διοσκ. 2. 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[κελαηδώ]] σαν [[σπουργίτης]]<br />(αρχ) [[καθαρίζω]] έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με [[σαπουνόχορτο]] («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Το ρ. με τη σημ. «[[καθαρίζω]] υφάσματα» <span style="color: red;"><</span> [[στρούθειον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
A chirp like a στρουθός, twitter, Ar.Fr.947 = Com.Adesp. 1155, Thd.Is.10.14, 38.14. II cleanse with the herb στρούθειον, PSI4.429.16 (iii B.C.), Dsc.2.74, PHolm.15.2.
German (Pape)
[Seite 956] 1) wie ein στρουθός piepen, schreien, schwatzen. – 2) mit dem Kraute στρουθίον reinigen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίζω: λαλῶ ὡς στρουθός, ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. καθαρίζω διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης στρουθίον, Διοσκ. 2. 84.
Greek Monolingual
ΜΑ
κελαηδώ σαν σπουργίτης
(αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον.