συγκληρία: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(6_9) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκληρία''': ἡ, [[σχέσις]], [[ὁμοιότης]], παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon. | |lstext='''συγκληρία''': ἡ, [[σχέσις]], [[ὁμοιότης]], παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[σύγκληρος]]<br />[[σύναψη]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[σχέση]], [[ομοιότητα]] («ὡς γέγραπται [[οὕτως]] αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων [[ἦσαν]]», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, in pl.,
A connexions, παθημάτων Hp.Epid.6.7.1.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das Zusammentreffen, die zufällige Verbindung durchs Loos, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
συγκληρία: ἡ, σχέσις, ὁμοιότης, παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon.
Greek Monolingual
ἡ, Α σύγκληρος
σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).