συγχρηματίζω: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_23) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]]. | |lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, [[συνδέομαι]] με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> έχω ίδιο όνομα με άλλον<br /><b>4.</b> [[συμπράττω]] για τη [[διεκπεραίωση]] υπηρεσιακής υπόθεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[ενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], καλούμαι» (<span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], -<i>ατος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be associated with, συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν the Greek date shall be used along with the Roman, OGI458.53 (i B.C.), cf. Ptol.Tetr.79, Vett.Val.278.11; act together with, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις POxy.2135.3 (ii A.D.), cf. Ath.Mitt.37.277 (Pergam.), PTeb.397.26 (ii A.D.), PSI10.1104.14 (ii A.D.): abs., PPetr.3p.221 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.79), PLille 49.3 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.297); ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων shall have his name inscribed at the head of contracts, IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συγχρηματίζω: καλοῦμαι διὰ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― συνδέομαι, ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. χρηματίζω.
Greek Monolingual
Α
1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)
2. ενεργώ από κοινού με άλλον
3. έχω ίδιο όνομα με άλλον
4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].