συμπεριγράφω: Difference between revisions
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6_2) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπεριγράφω''': [[περιγράφω]] ἢ [[ἐξαλείφω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ. | |lstext='''συμπεριγράφω''': [[περιγράφω]] ἢ [[ἐξαλείφω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[περιγράφω]]<br /><b>1.</b> [[περιγράφω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[διαγράφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A circumscribe or cancel together with, τοῖς ἄλλοις ἑαυτήν S.E.P.1.14, cf. Plot.6.5.11.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich umschreiben, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριγράφω: περιγράφω ἢ ἐξαλείφω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ.
Greek Monolingual
Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.