σύμπορος: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
(6_18) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπορος''': -ον, ὁ συνοδεύων τινά, συνοδοιπόρος, «τὸ σιγῶντο ἕπεσθαι δαιμόνιόν ἐστι, καὶ γὰρ τὸν ἀγαθὸν δαίμονα σύμπορον ἡμῖν εἰώθασι λέγειν» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 165. | |lstext='''σύμπορος''': -ον, ὁ συνοδεύων τινά, συνοδοιπόρος, «τὸ σιγῶντο ἕπεσθαι δαιμόνιόν ἐστι, καὶ γὰρ τὸν ἀγαθὸν δαίμονα σύμπορον ἡμῖν εἰώθασι λέγειν» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 165. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[συνοδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]) <b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>πορος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A accompanying, Procl.in Alc.p.165 C.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπορος: -ον, ὁ συνοδεύων τινά, συνοδοιπόρος, «τὸ σιγῶντο ἕπεσθαι δαιμόνιόν ἐστι, καὶ γὰρ τὸν ἀγαθὸν δαίμονα σύμπορον ἡμῖν εἰώθασι λέγειν» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 165.
Greek Monolingual
-ον, Α
συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πορος (< πόρος) πρβλ. αυτό-πορος].