σύμπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(6_17) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18. | |lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[πλεκτός]] («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[περιπεπλεγμένος]], μπερδεμένος [[μαζί]] με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.