συμμοριάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_23) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμοριάρχης''': καὶ -αρχος, ὁ, ὁ [[πρόεδρος]] συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ. | |lstext='''συμμοριάρχης''': καὶ -αρχος, ὁ, ὁ [[πρόεδρος]] συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και συμμορίαρχος, ὁ, Α<br />[[προϊστάμενος]] συμμορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμμορία]] «[στην αρχ. Αθήνα] [[ομάδα]] φορολογουμένων» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -[[άρχος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
and συμμορ-ίαρχος, ὁ,
A president of a συμμορία, Hyp.Fr.148, PTeb.316.6, al. (i A.D.), PSI5.464.4 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, der Erste oder der Vorsteher einer συμμορία, Hyperid. bei Poll. 3, 53.
Greek (Liddell-Scott)
συμμοριάρχης: καὶ -αρχος, ὁ, ὁ πρόεδρος συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και συμμορίαρχος, ὁ, Α
προϊστάμενος συμμορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία «[στην αρχ. Αθήνα] ομάδα φορολογουμένων» + -άρχης / -άρχος].