συμμοριάρχης

English (LSJ)

and συμμορίαρχος, ὁ, president of a συμμορία, Hyp.Fr.148, PTeb.316.6, al. (i A.D.), PSI5.464.4 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 983] ὁ, der Erste oder der Vorsteher einer συμμορία, Hyperid. bei Poll. 3, 53.

Greek (Liddell-Scott)

συμμοριάρχης: καὶ -αρχος, ὁ, ὁ πρόεδρος συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και συμμορίαρχος, ὁ, Α
προϊστάμενος συμμορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία «[στην αρχ. Αθήνα] ομάδα φορολογουμένων» + -άρχης / -άρχος].