συμπιέζω: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=presser ensemble, comprimer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιέζω]]. | |btext=presser ensemble, comprimer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιέζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) <i>συμπιέζομαι</i><br />ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ [[κοιλία]] συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]]», Έφιππ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] [[στέρεα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
(for -πιάζω v. infr.),
A press or squeeze together, grasp closely, τὰς τρίχας Pl.Phd.89b; τι ταῖς Χερσί Id.Sph.247c; σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3, cf. Plu.2.58od (prob.); σ. Χείλεα Χείλεσι AP5.127 (Marc. Arg.); τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.Pr.929b39:—Pass., to be squeezed up, opp. διέλκεσθαι, X.Mem.3.10.7; σ. τὰς ἀκοάς Arist.Pr.904a21; ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς ib.964b3; συμπιασθῆναι, of the body, to be pinched in, grow lean, Hp.Epid.7.68 (but, to be fattened up, from συμπιαίνω, acc. to Littré): aor. Pass. subj. 3pl. συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.Loc.Hom.9; of an army, συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49.
German (Pape)
[Seite 987] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen.
Greek (Liddell-Scott)
συμπιέζω: πιέζω ἢ συνθλίβω ὁμοῦ, πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα, οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ στόμα, Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς αὐτόθι 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32.
French (Bailly abrégé)
presser ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιέζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω
2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι
ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα», Έφιππ.)
2. προσάπτω στέρεα.