συναπόδημος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(Bailly1_5)
(39)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de voyage en pays étranger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόδημος]].
|btext=ος, ον :<br />compagnon de voyage en pays étranger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόδημος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ἀπόδημος]]<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]] αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[συναπόδημοι]]<br />αυτοί που αποδημούν [[μαζί]], οι από κοινού απόδημοι.
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich abwesend, Arist. pol. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage en pays étranger.
Étymologie: σύν, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.