σύνδοσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(6_9)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδοσις''': ἡ, = [[συνδοσία]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. [[ἔκχυσις]], ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.
|lstext='''σύνδοσις''': ἡ, = [[συνδοσία]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. [[ἔκχυσις]], ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.
}}
{{grml
|mltxt=-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α [[συνδίδωμι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνεισφορά]], [[συνδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάχυση]] («[[σύνδοσις]] ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[μετάδοση]] («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)<br /><b>3.</b> [[χαλάρωση]]<br /><b>4.</b> [[συρροή]] λαού, μαζική [[προσέλευση]] ανθρώπων.
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδοσις Medium diacritics: σύνδοσις Low diacritics: σύνδοσις Capitals: ΣΥΝΔΟΣΙΣ
Transliteration A: sýndosis Transliteration B: syndosis Transliteration C: syndosis Beta Code: su/ndosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A effusion, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Hp.Aph.4.62.    2 transference of disease, ἐς πνεύμονα Aret.SA1.7, cf. CD2.2.    3 remission, Id.CA2.11.    4 influx of population, ἡ ἔξωθεν σ. Lyd.Mens.4.73.

German (Pape)

[Seite 1009] ἡ, = σύνοδος, ὑγρῶν Hippocrat., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδοσις: ἡ, = συνδοσία, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. ἔκχυσις, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυσησύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.