συναπολαμβάνω: Difference between revisions
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]]. | |btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] από κοινού ή συγχρόνως<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναπολαμβάνομαι</i><br />καταστέλλομαι ολοσχερώς. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40. II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
French (Bailly abrégé)
recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.
Greek Monolingual
Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.