συνεφέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(Bailly1_5)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐφέπομαι.
|btext=suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐφέπομαι.
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. παρατ. [[συνεπεσπόμην]] Α<br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον ή [[κάτι]] και εγώ («ἡ δὲ λαθοῡσα αὐτὸν συνεφείπετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[δοξασία]]) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐφέπομαι</i> «[[ακολουθώ]], [[παρακολουθώ]], [[προσέχω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφέπομαι Medium diacritics: συνεφέπομαι Low diacritics: συνεφέπομαι Capitals: ΣΥΝΕΦΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: synephépomai Transliteration B: synephepomai Transliteration C: synefepomai Beta Code: sunefe/pomai

English (LSJ)

aor. -εφεσπόμην, Ion. -επεσπόμην, poet. imper. συνεπίσπεο Lyr.Alex.Adesp.20.2:—follow together, Hdt.9.102, X.Cyr. 6.4.10, Pl.Lg.701a, etc.; τινι with one, X.An.4.8.18, etc.: metaph., σ. τῷ λόγῳ Pl.Sph.254c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέπομαι: ἀόριστ. -εφεσπόμην, Ἰων. -επεσπόμην· ἀποθετ., ― ὡς τὸ συνεπακολουθέω, ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, Ἡρόδ. 5. 47, 9. 102, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10, Πλάτ. Νόμ. 701Α, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 18, κτλ.· μεταφορ., σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Σοφιστ. 254C. Πρβλ. συνέπομαι.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐφέπομαι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α
1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῡσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.)
2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ, προσέχω»].