συνεπακολουθέω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπᾰκολουθέω Medium diacritics: συνεπακολουθέω Low diacritics: συνεπακολουθέω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: synepakolouthéō Transliteration B: synepakoloutheō Transliteration C: synepakoloutheo Beta Code: sunepakolouqe/w

English (LSJ)

follow closely, accompany, Pl.Phd. 81e, Plu.Alex. 41; τινι Str.8.6.22; Νεῖλος συνεπηκολούθηκα I Nilus have been present too (at the transaction), PFay.43.4 (i B.C.), cf. PLond.2.256 (e).3 (i A.D.); of things, Hp.Oss.4, Ocell.2.22, Sor.1.31, etc.

French (Bailly abrégé)

συνεπακολουθῶ :
suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπακολουθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επακολουθέω van dichtbij volgen, begeleiden.

German (Pape)

mit oder zugleich nachfolgen, Plat. Phaed. 81b und Folgde, Callicratid. bei Stob. Flor. 70.11 und Plut. Alex. 41.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰκολουθέω: сопровождать Plat., Plut.

Greek Monotonic

συνεπᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ, συνοδεύω, επακολουθώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπᾰκολουθέω: ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, συνοδεύω, Πλάτ. Φαίδων 81Ε· τινι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 426. 15, Στράβ. 380· ἐπὶ πραγμάτων, Ἱππ. 274. 40, Πλούτ., κλπ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow closely, Plat.